lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καμινάδα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chimney, flue, funnel, smokestack, stack, stalk
καμινάδα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
krb
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kamin, rauchfang, schornstein
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kamin, penis, skorsten
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chimenea
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cheminée
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
camino, ciminiera
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kamin, peis, pipe, skorstein
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дымоход, труба
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skorsten
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
oxhak
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
комин
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
korsten
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dimnjak
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kémény
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kaminas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chaminé, trompeta, tubo
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
komín
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
акведук, багажник, димар, корпус, люлька, потік, прохід, сопілка, стовбур, труба, трубка, трубопровід
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
komin

Σχετικές λέξεις

καμινάδα ενεργειακού τζακιού, καμινάδα πολυπροπυλενίου, καμινάδα τζακιού, καμινάδα inox, καμινάδα αερόθερμο, καμινάδα ξυλόσομπας, καμινάδα διπλού τοιχώματοσ, καμινάδα καλοριφέρ, καμινάδα φυσικού αερίου, καμινάδα συνώνυμο