lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κανόνι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cannon, gun, ordnance, piece
κανόνι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dělo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschütz, kanone
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kanon
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cañón
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
airain, canon, canoë
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cannone
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kanon
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
орудие, пушка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kanon, pjäs
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
top
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гармата
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
suurtükk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kanuuna, tykki
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
top
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
löveg, ágyú
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pabūklas, patranka
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cabana, canhão, canoa
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гармата, пушка, пушку
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
armata, działko, działo

Σχετικές λέξεις

κανόνι κέρκυρα, κανόνι από μεγάλο τουριστικό γραφείο της αθήνας, κανόνι ανακλαστήρα των άστρων, κανόνι κέρκυρα χάρτης, κανόνι ποτίσματος, κανόνι θορύβου, κανόνι γκιόλβα, κανόνι μονεμβασιά, κανόνι βάρεσε» σήμερα μεγάλο τουριστικό γραφείο του συντάγματος, κανόνι τουριστικό γραφείο