lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καπνιστής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fireman, smoker, stoker
καπνιστής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kuřák, topič
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
heizer, raucher
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fogonero, fumador
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chauffeur, fumeur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fumatore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fyrbøter, røkere, røyker
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
истопник, кочегар, курильщик, курящий
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
eldare, rökare
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
апальшчык, качагар
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tupakoitsija
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pušač
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fumador
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
fajčiar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кочегар, мастильник, пожежник, упорядник
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
palacz

Σχετικές λέξεις

καπνιστής bradley, καπνιστής κρέατος, παθητικός καπνιστής, περιστασιακός καπνιστής, μανιώδης καπνιστής, φανατικός καπνιστής