lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καρφί

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
finger-nail, fingernail, hob, hobnail, nail, spike, sprig, stud, tack, toenail
καρφί
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
cvok, hřeb, hřebík, kolík, nehet
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beschlagnagel, drahtstift, nagel, stift
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
nagle, negl, søm
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
broca, clavo, uña
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
broquette, cheville, clou, ongle
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chiodo, unghia
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nagle, negl, pigg, spik, spiker, tagg
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гвоздь, ноготок, ноготь
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nagel, neil, pigg, spik, tagg
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gozhdë
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
галоўнае, гвозд, гвоздь, ногаць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
nael
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kynsi, naula
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nokat, čavao
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
köröm, szeg, szög
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
nagas, vinis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
calvo, cravo, prego, una, unha
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
cui
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
noht, žebelj
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
klinec, stud
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гвіздок, ніготь, цвях
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
gwóźdź, paznokieć, ćwiek

Σχετικές λέξεις

καρφί εφημερίδα, καρφί του πωγωνίου, καρφί σε rca, καρφί στα αρχαία, καρφί στα αγγλικά, καρφί μετάφραση, καρφί(σαν κάτι να σε καίει) - σωκράτης μάλαμας, καρφί του σαββατοκύριακου, καρφί ψωρίαση, καρφί σε usb