lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καρύκευμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
additive, condiment, dressing, flavouring, seasoning, spice, zest
καρύκευμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
koření, kořenění, okořenění, úprava
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewürz, würze, zutat
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
krydder, krydderi
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aderezo, condimento, especia, salsa, sazón
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assaisonnement, condiment, fourniture, poivrade, rocambole, épice
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
condimento
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
krydder
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приправа, специя
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прыправа, спецыя
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
maitseaine
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
höyste, mauste
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
začin
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fűszer, ízesítés
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
prieskonis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
condimento, salsa
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
браунінг, вдягання, витримування, приправа, спеція
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przyprawa

Σχετικές λέξεις

κάρυ καρύκευμα