lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κατάκτηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accomplishment, acquisition, attainment, capture, conquer, conquest, reduction, subjugation
κατάκτηση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
akvizice, chycení, dobytí, dosažení, koupě, kořist, nabytí, opatření, ovládnutí, pořízení, přírůstek, vymoženost, výboj, výdobytek, zachytit, zajmout, zisk, získání, úlovek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einnahme, erobern, eroberung, errungenschaft, erwerb, erwerbung, fang
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
erhvervelse
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adquisición, captura, conquista, toma
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acquisition, capter, conquête, prise, reprise
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acquisto, apprendimento, conquista
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ervervelse
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взятие, завоевание, покорение
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
besegra, erövra, följning, segra, övervinna
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
завоевание
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
omandamine
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hankinta, hankkiminen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tekovina
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hódítás, meghódítás, vásárlás, vívmány
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aquisição, captura, conquista
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
achiziţie
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
dobytie, zisk
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виграш, завоювання, загарбання
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
podbój, zdobycie

Σχετικές λέξεις

κατάκτηση της ελλάδας από τους ρωμαίους, κατάκτηση της δύσης, κατάκτηση της μητρικής γλώσσας, κατάκτηση της σελήνης, κατάκτηση του διαστήματος, κατάκτηση της ελληνικής χερσονήσου, κατάκτηση συνώνυμο, κατάκτηση 1453, κατάκτηση της γλώσσας, κατάκτηση συνώνυμα