lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καταιγίδα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attack, downpour, escalade, gale, gush, heavy, onset, onslaught, rainstorm, shower, snowstorm, squall, storm, tempest, torrent
καταιγίδα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bouře, bouřka, déšť, hromobití, liják, nápor, přeháňka, příval, sprška, vichřice, zteč, záplava, útok
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angriff, ansturm, gewitter, gewittersturm, schauer, sturm, sturmangriff, unwetter
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
angreb, blæst, byge, skur, storm, styrt, styrtregn, uvejr, øsregn
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acometida, aguacero, asalto, borrasca, chaparrón, chubasco, lluvia, tempestad, tormenta
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abat, assaut, averse, lavasse, ondée, orage, pluie, ruée, tempête
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acquazzone, assalto, bufera, burrasca, piovasco, procella, rovescio, tempesta, temporale
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anfall, angrep, byge, overfall, regnskur, silregn, skur, storm, stormkast, styrt, styrtregn, uvær, øsregn
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
атака, буря, гроза, ливень, нападение, приступ, шторм, штурм
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anfall, anlopp, regnskur, silregn, storm, ösregn
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
furtunë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
буря
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
бура, дождж, навальнiца, навальніца, прыпадак, прыступ, шторм, штурм
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
maru, raju, torm, tormituul
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaatosade, myrsky, rajuilma, rynnistys, ryöppy, sadekuuro
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kiša, napad, oluja, pljusak
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
roham, zápor, záporeső
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
audra
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acometida, agressão, ataque, borrasca, crise, embate, tempestade, tormenta
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
nevihta, vihar
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
lejak, útok
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
атака, атакувати, бура, буря, бурячи, гідний, доступ, захват, зашарітися, здатний, конфіскація, надзвичайність, напад, нападати, напасти, натиск, перерва, період, почервоніти, правописний, придатний, припадок, приступ, підходити, раз, ринути, струмінь, хлинути, чаклунство, чари, червоніти, шаріти, шарітися, шторм, штурм, штурмувати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nawałnica, sztorm, szturm, ulewa

Σχετικές λέξεις

καταιγίδα της ερήμου, καταιγίδα αντύπας, καταιγίδα ετυμολογία, καταιγίδα ονειροκρίτης, καταιγίδα στίχοι, καταιγίδα (1965), καταιγίδα στην ομίχλη, καταιγίδα ταινία, καταιγίδα 2013, καταιγίδα στην αθήνα