lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καταριέμαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ban, curse, damn, oath, revile, swear
καταριέμαι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
klít, nadávat, proklínat, proklít, přísahat, zaklít, zatracovat, zatratit, zlořečit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fluchen, geflucht, schwören, verdammen, verfluchen, verwünschen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forbande, sværge
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
blasfemar, jurar, maldecir
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
anathématiser, damner, jurer, maudire, maugréer, pester, sacrer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bestemmiare, dannare, giurare, imprecare, maledire
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
banne, dundra, forbanne
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клясть, материть, проклинать, ругать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dundra, förbanna, förbanne, svära
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
betohem, mallkoj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
клясці, праклінаць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
needma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiroilla, kirota, manata, vannoa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
proklinjati
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
káromkodik
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abominar, amaldiçoar, blasfemar, jurar, maldizer
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
проклинати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kląć, przeklinać

Σχετικές λέξεις

καταριέμαι συνώνυμο