lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κατασκήνωση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
camp, camping, campsite
κατασκήνωση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kempování, stanování, táboření
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
camping
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
camping
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acampada, campamento, camping
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
camping
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
campeggio
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кемпинг
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
campingplats
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
къмпинг
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kamping, logorovanje
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kemping, kempingezés
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
stovyklavimas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acampada, acampamento
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
camping
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kemping

Σχετικές λέξεις

κατασκήνωση σκούρας, κατασκήνωση happy days, κατασκήνωση αναγέννηση, κατασκήνωση για παιδιά με ειδικές ανάγκες, κατασκήνωση χανθ, κατασκήνωση kinderland, κατασκήνωση σαρωνίδα, κατασκήνωση αθητάκη, κατασκήνωση άγκυρα, κατασκήνωση καλύβας