lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καύσιμο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fuel, gasoline, opal, propellant
καύσιμο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hořlavina, opál, palivo, topivo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brennstoff, kraftstoff, opal, treibstoff
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
opal
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carburante, combustible, ópalo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
carburant, combustible, opale
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carburante, combustibile, opale
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bensin, brennstoff, brensel, drivstoff, opal
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
горючее, обожги, отопи, топливо
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bensin, bränsle, drivmedel, drivstoff, motorbränsle, opal
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гориво
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
паліва
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
polttoaine
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
goriva
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fűtés, hajtóanyag, opál, tüzelő, üzemanyag
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carburante
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
combustibil
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
gorivo
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
opál, palivo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
опал, паливо, стрільба, їжа
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
opal, paliwo

Σχετικές λέξεις

καψιμο λίπους, καύσιμο υβριδικό, καύσιμο υδρογόνο, καύσιμο λίπους, καύσιμο pellet, καύσιμο για kerosun, καύσιμο kerosun, καύσιμο αεροπλάνων, καύσιμο lpg, καύσιμο για φοντύ