lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κεφάλι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
capital, captain, caption, chief, frontlet, head, head-line, header, heading, headline, inscription, letterhead, noggin, pate, pommel, preamble, screamer, warhead
κεφάλι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hlava, hlavice, hlavička, kebule, kokos, kus, náčelník, přednosta, představený, rubrika, titul, titulek, vedoucí, vrchol, záhlaví, čelo, šéf
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anführer, briefkopf, chef, haupt, knauf, kopf, kopfball, köpfchen, nadelkopf, oberhaupt, rubrik, schlagzeile, titel, titelkopf, überschrift
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
chef, holde, hoved, overskrift, titel
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cabecera, cabeza, cabezal, capitel, caudillo, crisma, encabezamiento, jefe, membrete, morro, testa, título
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bobine, bouillotte, caboche, cafetier, cap, cervelle, chapiteau, chef, cocarde, coloquinte, en-tête, hure, intitulé, manchette, marotte, ogive, perdre, pickpocket, rubrique, titre, tête, têtière
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capo, capocchia, capoccia, intestazione, mente, principale, promontorio, rubrica, testa, testata, titolo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hode, overhode, overskrift, tittel
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
башка, глава, голова, головенка, головка, головёнка, заглавие, заголовок, кочан, название, руководитель, рукоятка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
huvud, rubrik, överskrift
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kokë
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
галава, галова, загаловак
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
pealkiri
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
esimies, etupää, otsake, otsikko, päällikkö
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
glava, vođa
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
biccent, címfej, címsor, fej, fejecske, fejléc, rovat, vezér, állatfej
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
galva
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cabeça, cabeçalho, chefe, crepe, efe, epígrafe, principal, testa
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
şef
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
poglavar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вирушання, глава, голова, заголовок, назва, рубрика, фігура, щелепа
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
głowa, głowica, główka, nagłówek, łeb

Σχετικές λέξεις

κεφάλι ώμοι γόνατα και πόδια, κεφάλι βελουχιώτη, κεφάλι του γιαγκούλα, κεφάλι γεμάτο χρυσάφι στιχοι, κεφάλι αγύριστο, κεφάλι γιαγκούλα, κεφάλι ώμοι γόνατα και πόδια στίχοι, κεφάλι γεμάτο χρυσάφι, κεφάλι ώμοι γόνατα και δάχτυλα, κεφάλι αγύριστο στίχοι