lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κλάδος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arm, bough, brachium, branch, leg, limb, offshoot, twig
κλάδος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
haluz, obor, odbočka, odvětví, rameno, ratolest, rozvětvení, snítka, větev
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ast, verzweigung, zweifüßler, zweig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
afdeling, gren, grin, kvist
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rama, ramo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
andouiller, branche, pampre, rameau, ramification
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
branca, frasca, ramo, ramoscello
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grein, gren, kvist
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ветвь, ветка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grain, gren
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
degë
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
ветка, галiна, галіна
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
oks
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ala, haara, oksa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grana
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fatörzs, faág, vastag, ágacska, ágazat
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
šaka
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
galho, galo, rama, ramal, ramo, vara
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
віта, вітка, віття, галуззя, галузка, галузь, гілка, гілку, гілля, кінцівка, підрозділ, розгалуження, рука, спорідненість, сук, філіал, філія, член
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
gałąź, konar

Σχετικές λέξεις

κλάδος τροφίμων, κλάδος κατασκευών, κλάδος ιχθυοκαλλιέργειας, κλάδος που μελετά τη φύση των τροφίμων, κλάδος συνώνυμα, κλάδος εξελικτικής ψυχολογίας, κλάδος logistics, κλάδος ανιχνευτών, κλάδος ένδυσης, κλάδος μετάφραση