lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κλειδί

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clef, clue, critical, crucial, glossary, jailer, jailor, key, keystone, latchkey, pushbutton, screw, spanner, switch, wrench
κλειδί
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
klapka, klávesa, klíč, klíčový, tlačítko
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
drucktaste, schlüssel, schlüsselchen, schraubenschlüssel, taste, türschlüssel
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
nøgle, skruenøgle, tangent, tast
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
clave, llave, tecla
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bouton-poussoir, clef, clé, débouchoir, guide-âne, manipulateur, primordial, retendoir, touche
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chiave, tasto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klav, nøkkel, tangent, tast
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клавиш, клавиша, ключ, ключевой, ключик
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flock, klav, nyckel, tangent
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çelës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ключ
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
клавіша, ключ, ключык
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
klahv, võti
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
avain, kosketin, nuottiavain
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ključ
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
billentyű, kulcs
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
raktas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chave, clave, fluente, tecla
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
cheie, clapă
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
ključ
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
весна, джерело, доказ, клавіш, клавіша, ключ, ключик, ключовий, криниця, першоджерело, першопричина, пружина, стрибати, стрибнути, фонтан
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
klawisz, klucz, kluczowy, kluczyk

Σχετικές λέξεις

κλειδί του σολ, κλειδί εξαέρωσης καλοριφέρ, κλειδί ιλιον, κλειδί εκπα, κλειδί φα, κλειδί για φίλτρο λαδιού, κλειδί του ντο, κλειδί ασφαλείας δικτύου, κλειδί κουμπαρά ττ, κλειδί τύπου χρηματοκιβωτίου