lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κληρονόμος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
beneficiary, heir, heritor, inheritor, laird, squire, successor
κληρονόμος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dědic, následník, následovník, nástupce
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erbe, gutsherr, nachfolger
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
arving, hovedarving, patron
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
heredero, sucesor
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
colégataire, délégataire, fidéicommissaire, hoir, héritier, légataire, successeur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
erede, seguace
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arving, etterfølger, hovedarving, patron
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наследник, преемник
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arvinge, patron
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pasardhës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наследник
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
наследнік, наступнік, пераемнік, спадкаемец
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
pärija
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perijä, perillinen
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
įpėdinis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
descendente, sucessor
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
dedič
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наступник, спадкоємець
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dziedzic, spadkobierca

Σχετικές λέξεις

κληρονόμος ταινία, κληρονόμος με απογραφή, κληρονόμος επ ωφελεία απογραφής, κληρονόμος english, κληρονόμος travel, κληρονόμος mega, κληρονόμος νικόλας, κληρονόμος κωνσταντίνος, κληρονόμος οδοντίατρος, κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής