lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κοινοβουλευτικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
parliamentarian, parliamentary
κοινοβουλευτικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
parlamentní, poslanec, sněmovní
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
parlamentarisch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
parlamentarisk
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
parlamentario
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
parlementaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
parlamentare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
parlamentarisk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
парламентарный, парламентский
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
parlamentarisk
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
парламенцкі
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
parlamenti, parlamentáris
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
парламентарій, парламентський
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
parlamentarny

Σχετικές λέξεις

κοινοβουλευτικός έλεγχος, κοινοβουλευτικός έλεγχος είναι ο έλεγχος που ασκεί η βουλή στην κυβέρνηση, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος συριζα, κοινοβουλευτικός έλεγχος μεσα, κοινοβουλευτικός έλεγχος ορισμος, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος δηκο, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος πασοκ, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος ακελ, κοινοβουλευτικός συνεργάτης, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος δησυ