lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κοινότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
commune, community, municipality, parish
κοινότητα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
farnost, komuna, komunita, magistrát, obec, pospolitost, shoda, společenství
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gemeinde, gemeinsamkeit, gemeinschaft, kommune
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bygd, herred, kommune, menighed, sogn
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
comuna, comunidad, municipio
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
communauté, commune, municipalité, paroisse
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
comune, parrocchia
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bygd, herred, kommune, menighet, sogn
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
волость, гмина, муниципалитет, община
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
herres, kommun
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bashkësi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
община
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гміна
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kunta, seurakunta
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
općina
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
község, közösség, törvényhatóság
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comunidade, freguesia, paróquia
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
община
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
gmina

Σχετικές λέξεις

κοινότητα συνώνυμα, κοινότητα ορισμός, κοινότητα σαρωνίδας, κοινότητα σαμαρίνας, κοινότητα εκάλης, κοινότητα ανθούσας, κοινότητα των εθνών, κοινότητα πελίτι, κοινότητα σαιττά, κοινότητα σταμάτας