lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κολλώδης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adherent, adhesive, clammy, gluey, glutinous, gooey, limy, moist, ropy, sticky, viscid, viscous
κολλώδης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
klihovatý, lepicí, lepivý, lepkavý, mazlavý, mazovitý, slizký, vazký
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
klebrig, pappig, schleimig, zäh
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
glutinøs, klistret, klæbrig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
glutinoso, pegadizo, pegajoso, viscoso
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
collant, gluant, glutineux, poisseux, tenace, visqueux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aderente, adesivo, appiccicaticcio, appiccicoso, collante, viscido, viscoso
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
glutinøs, kladdig, klebrig, seg
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вязкий, клеильный, клейкий, липкий
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
glutinös, kladdig, seg
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
клейкі, ліпкі
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kleepuv
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liimamainen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
nyúlós, ragadó, ragadós, tapadós, viszkózus
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
lipnus
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adesivo, glutinoso, gomoso, pegadiço, pegajoso, viscoso
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
lepkavý
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
клейкий, липкий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kleisty, lepki, przyczepny

Σχετικές λέξεις

κολλώδης ωτίτιδα, κολλώδης ουσία στα φυτά, κολλοειδής άργυρος, κολλώδησ ομιλία, κολλώδης συμπεριφορά