lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κουτί

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bandbox, bin, box, boxful, caddy, can, canister, carton, case, chest, coffer, gearbox, heap, hovel, hulk, jail, pillbox, platform, tin, tub
κουτί
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bedna, dóza, facka, kanystr, konev, krabice, kufr, kufřík, obal, plechovka, pokladna, pouzdro, schránka, skříň, skříňka, truhla, truhlice, truhlík, škatule
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
box, büchse, dose, gehäuse, kanister, kasten, kiste, koffer, lade, schachtel, schrein, truhe
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ask, boks, dåse, kande, kasse, kiste, lår, skrin
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arca, baúl, bidón, bote, caja, cajón, cofre, estuche, lata
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bahut, bidon, boîte, braisier, caisse, carton, ciboire, coffre, coffret, guimbarde, paquet, saunière, soufflet, trémie, vivier
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
barattolo, baule, bidone, cassa, cassapanca, cassone, latta, lattina, scatola
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ask, binge, boks, dåse, eske, kartong, kasse, kista, kiste, lår, pakke, skrin
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
короб, коробка, ящик
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ask, binge, boks, box, burk, kista, låda, lår, skrin
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
бляшанка, кардонка, каробка, пачак, скрыначка, скрынка
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kirst
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arkku, hinkalo, kirstu, kotelo, lipas, rasia
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kovčeg, kutija, limenka, sanduk
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bádogkanna, doboz, láda, persely, pénztár, skatulya, szelence, ón
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
dėžutė, dėžė, skardinė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arca, bandeja, baú, caixa, cofre, estucha, jaula, lata, marco
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
cutie
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
škatla
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
box
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бокс, випадок, вмістище, груди, грудна, грудне, грудний, діло, кабінет, каркас, коробка, коробки, корпус, ложа, нагода, рама, рамки, скринька, скриня, справа, футляр, чохол, шухляда, шухляду, ящик
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pudełko, pudło, puszka, skrzynia

Σχετικές λέξεις

κουτί πανδώρας, κουτί κουτί, κουτί πρώτων βοηθειών, κουτί αποθήκευσης, κουτί υπολογιστή, κουτί διακλάδωσης, κουτί αρχειοθέτησης, κουτί παραπόνων, κουτί ταμείου, κουτί βάπτισης