lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κουτσός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lame, lamed, rickety
κουτσός
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hinkend, lahm, wacklig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
halt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cojo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
boiteux, claudicant, éclopé, épaté
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
claudicante, zoppo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
halt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
колченогий, хромой
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
halt
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
крывы, кульгавы
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rampa
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
billegő, sánta
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кривоногий, кульгавий, кульгавою, кульгавої, лама
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
chromy, kulawy

Σχετικές λέξεις

κουτσός τχσ, κουτσός θεόδωρος, κουτσός στον κάμπο έτρεχε να πιάσει καβαλάρη, κουτσός ετυμολογία, κουτσός θράκης, κουτσός αρωματικά, κουτσός νικόλαος, κουτσός σόιμπλε, κουτσός στα αγγλικά, κουτσός rc