lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κράμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
additive, admixture, alloy, tincture, tinge
κράμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
příměs, přísada, slitina, směs
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beimengung, einschlag, legierung, zusatz
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
legering, metal, tilsætning
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aleación
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alliage, ingrédient
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lega
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
legering, tilsetning
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сплав
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
legering, tillsats
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
sulam
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
metalliseos, sekoitus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
legura
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ötvözet
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
lydinys, metalas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alegarias, liga
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
aliaj
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сплав
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
domieszka

Σχετικές λέξεις

κράμα αλουμινίου, κράμα άλιμος, κράμα χαλκού, κράμα invar, κράμα χαλκού νικελίου και ψευδαργύρου, κράμα ψευδάργυρου, κράμα έπιπλα, κράμα συνώνυμα, κράμα λευκωσία, κράμα μετάλλου