lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κράμπα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
contraction, cramp, crick, shrink, shrinkage, spasm, stricture, systole, twitch
κράμπα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
křeč, systola, záchvat, škubání
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eingehen, krampf, schrumpfung, zusammenziehung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kramp, krampe
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
calambre, espasmo, pasmo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
convulsion, crampe, rétrécissement, spasme, systole, tic
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
crampo, spasimo, spasmo, ticchio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kramp, krampe
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
корча, сожми, сокращай, спазм, спазма, судорога, усадка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kramp
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
сутарга, усадка
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kouristus, suonenveto
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grč
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
görcs
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
mėšlungis, spazmas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espasmo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зморщитися, зморщуватися, конвульсія, корч, перелоги, приступ, скоротити, скоротитися, скорочення, скорочування, скорочувати, скорочуватися, спазм, судома, судорога
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kurcz, skurcz

Σχετικές λέξεις

κράμπα στα δάχτυλα του ποδιού, κράμπα στην κοιλιά, κράμπα στο στομάχι, κράμπα στη γάμπα, κράμπα στον ύπνο, κράμπα στο στομάχι στην εγκυμοσύνη, κράμπα στο πέλμα, κράμπα στη μήτρα, κράμπα στην καρδιά, κράμπα στο λαιμό