lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κρεοπώλης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
butcher, flesher
κρεοπώλης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
řezník
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fleischer, metzger, schlächter, wurstmacher
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
slagter
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carnicero, matarife
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
boucher, charcutier
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
macellaio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjøttforretning, slakter
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
колбасник, мясник, резник
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
charkuterist
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mishshitës
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
мяснік
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
lihunik
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lihakauppias, teurastaja
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mesar
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hentes, mészáros
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
mėsininkas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
açougueiro, carniceiro
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
mäsiar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
masarz, rzeźnik

Σχετικές λέξεις

κρεοπώλης ονειροκρίτης, κρεοπώλης σκότωσε, κρεοπώλης στην γερμανια, κρεοπώλης ζητείται, 52χρονος κρεοπώλης