lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κυνικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cynic, cynical, jaundiced, unblushing
κυνικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
cynický, cynik
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zynisch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kynisk
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cínico
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cynique, rosse
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cinico
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
krass, kynisk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
циничен, цинический, циничный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
cynisk, krass
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
циник
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
цынічны
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
küüniline
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kyynikko
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cínico
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
cynický
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вишикувати, вишикуватися, звання, категорія, клас, класифікувати, оцінити, оцінювати, ранг, розряд, ряд, ступінь, цинічний, чин, шикувати, шикуватися
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
cyniczny

Σχετικές λέξεις

κυνικός άνθρωπος, κυνικός συνώνυμο, κυνικός λεξικό, κυνικός φιλόσοφος, κυνικός φιλόσοφος μένιππος, κυνικός διογένης, κυνικός βικιπαίδεια, αντισθένης κυνικός