lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κόμβος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
angle, gnarl, junction, kink, knag, knob, knot, knur, loop, noose, nub, ravel, snag, standpoint, tangle, tie
κόμβος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
klička, mašle, pouto, přivázat, suk, svázat, uzel, zauzlit, zauzlovat, zavázat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ast, band, knopf, knorren, knoten, knotenpunkt, schleife
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
binde, bånd, knob, knop, knude, knuste, knut, knytte
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anudar, empalme, gancho, lazo, nudo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chignon, fontange, intrigue, noeud, nouer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
annodare, cappio, nocchio, nodo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bånd, floke, knop, knut, knute, ugreie
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
завязывать, суть, узел
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
knop, knut
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lidh
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вузел
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuhmu, kyhmy, sitoa, solmia, solmu
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzao, čvor
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
csomó, csomópont, görcs, kötés
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
mazgas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atar, bulho, empalem, laco, laxo, laço, ligar, nó
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
апарат, булочка, вузол, заплутаність, клунок, мотузка, одиниця, пучок, підрозділ, ускладнення, установка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
supeł, supłać, sęk, węzeł

Σχετικές λέξεις

κόμβος διαλειτουργικότητας, κόμβος οδυσσέας, κόμβος νίκαιας, κόμβος συνώνυμα, κόμβος αλληλεγγύης, κόμβος λεξικά, κόμβος hyundai, κόμβος έπιπλα, κόμβος ν. ευκαρπίας παρ. ανθοκήπων ια’, κόμβος κουλούρας