lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κόρη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
daughter
κόρη
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dcera
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tochter
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
datter
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hija
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
filiez, fille, gamin, petite
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
figlia
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
datter, dotter
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дочь
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dotter
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дъщеря
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дачка
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tütar
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tytär
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kćerka, kći
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
duktė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fila, filha
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
hči
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
dcéra
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дочка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
córka

Σχετικές λέξεις

κόρη πανταζή, κόρη γιάννη μπέζου, κόρη μπαμπινιώτη, κόρη ματιού, κόρη του μάρκου λαιμού, κόρη δραγασάκη, κόρη βενιζέλου, κόρη ελένη, κόρη γιώργου παπανδρέου, κόρη σαμαρά