lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κόσμος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
earth, global, high, mundane, world, world-wide, worldly, worldwide
κόσμος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hlína, lidstvo, lidé, mondénní, půda, společnost, svět, světový, světácký, vesmír, zem, zemina
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erde, global, kosmos, universum, welt, weltall, weltlich, weltweit
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
global, jord, jorden, land, univers, verden
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
global, mundanal, mundano, mundial, mundo, tierra, trabajador, universal, universo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
catholicité, mondain, monde, mondial, pègre, terre, univers
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gente, globale, mondano, mondiale, mondo, terra, universo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
global, verden
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вселенная, вселенский, всемирный, земля, мир, мировой, мирской, светский
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
belevad, berest, global, värld
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
botë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вселена, земя, мир
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
зямля, мір, неорганический, свецкі, сусвет, сусветны, сьвет
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
maa, maailm
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kansa, maa, maailma, multa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svijet, zemlja
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
evilági, föld, világ
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pasaulis, sausuma, visata, žemė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chão, cosmos, global, laicismo, laico, mundano, mundial, mundo, solo, terra, universal, universo
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
mondial
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
svet
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бити, весь, викласти, все, всесвіт, всесвітній, вся, всі, глобальний, застелити, зламатися, класти, королівство, лад, ламати, ламатися, мир, мировий, мировою, мирової, накривати, накрити, обриватися, перерва, перервати, побити, покладати, покласти, положення, положити, поломка, порушити, порушувати, постелити, розбивати, розбити, розламати, розрив, розривати, розтрощити, розтрощувати, розірвати, світ, світовий, світовою, світової, світовій, світський, система, спокій, стелити, суша, тимчасовий, тиша, трощити, увесь, усе, усі, царство
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
świat, światowy

Σχετικές λέξεις

κόσμος σπορ, κόσμος και κοσμάκης, κόσμος ετυμολογία, κόσμος του φανταστικού, κόσμος των ιδεών, κόσμος ειδήσεις, κόσμος πάτρα, κόσμος ανάποδα, κόσμος εφημερίδα πάτρα, κόσμος του επενδυτή