lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: λήμμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ante, doorway, drive, embarkation, enter, entering, entrance, entry, gateway, ingoing, ingress, inlet, input
λήμμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nastoupení, náhon, příchod, přístup, vchod, vjezd, vstup, vstupné
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anstieg, auffahrt, aufgang, aufstieg, auftritt, einfahrt, eingabe, eingang, einreise, einstieg, eintritt, einzug
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
adgang, døråbning, entré, inddata, indgang, port
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
boca, entrada, ingreso, puerta
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abord, boucau, chenal, entrée
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accesso, entrata, ingresso
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
adgang, døråpning, entré, inndata, inngang, innkjørsel, oppkjørsel, port
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вступление, вход, въезд
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
entré, infart, ingång, inkörsport, inträde, port, tillträde
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aderim, hyrje
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
sissekäik
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ulaz
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
behajtás, bejárat, bemenet
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
vestibiulis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
boca, entrada
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
vstop
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wejście, wjazd

Σχετικές λέξεις

λήμμα ετυμολογια, λήμμα ορισμός, λήμμα λεξικού, λήμμα άντλησης, λήμμα συνώνυμα, λήμμα του shephard, λήμμα mermaid, λήμμα χειραψίας, λήμμα λεξικό, λήμμα γεννήτορος