lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: λίγο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bit, few, fewer, inelegant, little, minor, nonsolid, opportunely, paucity, slight, slightly, slim, small, some, somewhat, sprinkling, teensy
λίγο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
drobný, lehce, malý, málo, mírně, nepatrný, nepatrně, skrovný, slabý, trocha, trochu
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bisschen, etwas, gering, klein, kurz, wenig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
få, lidt, lift, lille, ringe
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chico, ligeramente, menudo, módico, pequeño, poco
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
légèrement, miette, petit, petitement, peu
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
minuto, piccino, piccolo, poco
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
få, lite, liten, litt, ringa
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
маленький, мало, небольшой, немного
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fä, få, föga, lite, ringa
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pak, vogël
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гарох, ды, крыху, мала, мала), маленький, нямнога, няшмат, трохі
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
väike
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hiven, pieni, vähän
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mali, malo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
keveset, kevés, kicsi, valami
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
smulkus
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
penudo, pequeno, pouco
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
malý
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
багато, дещо, замало, мало, небагато, немало-небагато, трохи, трохи-трохи, що-небудь, щось
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
mało, nieco, niewielki

Σχετικές λέξεις

λίγο ακόμα σεφέρης, λίγο ακόμα, λίγο ακόμα στίχοι, λίγο ακόμα θα ιδούμε, λίγο πιο νωρίς λίγο πιο αργά, λίγο λίγο θα με συνηθίσεις, λίγο ακόμα kings στίχοι, λίγο αίμα πριν την περίοδο, λίγο αίμα στην εγκυμοσύνη, λίγο από το αίμα σου