lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: λαιμαργία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gluttony, voraciousness, voracity
λαιμαργία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hltavost, žravost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
essgier, fresserei, fressgier, gefräßigkeit, gier, vollendung, völlerei
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
glotonería, gula, voracidad
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bâfrerie, gloutonnerie, godage, goinfrerie, voracité
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обжорство, прожорливость
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
абжорства
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
aplus
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
falánkság, mohóság, torkosság
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gula
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обжерливість, обіжріться, розпуста
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
obżarstwo, żarłoczność

Σχετικές λέξεις

λαιμαργία συνώνυμο, λαιμαργία+αντιμετώπιση, λαιμαργία ετυμολογία, λαιμαργία σκύλου, λαιμαργία συνωνυμα, λαιμαργία στην εγκυμοσύνη, λαιμαργία βουλιμία, λαιμαργία φαγητό, ονειροκρίτης λαιμαργία, σκύλος λαιμαργία