lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: λαρδί

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fat, grease, lard, suet
λαρδί
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
mastnota, mastný, mazadlo, omastek, sádlo, tlustý, tuk, tučný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fett, schmalz, schmiere, schweinefett, schweineschmalz, speck
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fed, fedt, fedtstof, smult, talg
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gordo, grasa, graso, manteca, unto
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
graisse, gras, panne, saindoux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
grasso, pingue, strutto, untume
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fett, flott, smult, talg
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
смалец
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fett, flott, späck, talg
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
шмалец
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
rasvane
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ihra, ihrainen, rasva, voide
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
disznózsír, háj, zsír
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
riebalai, riebus, tepalas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
banha, gordo, gordura, graxa, unto
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
tuk
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жир, смалець
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
sadło, smalec

Σχετικές λέξεις

λαρδί τι είναι, λαρδί βικιπαίδεια, λαρδί συνταγή, φτιάχνω λαρδί, χοιρινό λαρδί