lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: λαχανικό

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
greenery, legume, vegetable
λαχανικό
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
zelenina, zeleninový
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gemüse, gemüsepflanze
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
grønsager, vegetabilsk
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hortaliza, legumbre, verdura
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
légume, légumier, légumiste, maraîcher, plantes, potager, épinard
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
legume, ortaggio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grønnsak
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
овощ, овощи, овощной, огородный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grönsak
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
köögivili
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vihannes
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
povrće
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
főzelék, köret, zöldség
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
daržovė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fruto, hortaliça, legume, vegetal, verdura
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
городину, овоч
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
jarzyna, jarzynowy, warzywny, warzywo

Σχετικές λέξεις

λαχανικό κράμβη, λαχανικό λόλα, γουλί λαχανικό, κραμπί λαχανικό, ρόκα λαχανικό, λαχανο μάπα, iceberg λαχανικό, kale λαχανικό, καλαμπόκι λαχανικό, κολούμπρα λαχανικό