lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανωφελής στα λευκορωσίας

Λέξη:
ανωφελής (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
бязмэтны, бескарысны, дарэмны, марны
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ανωφελής, ο ανωφελήσ, ανωφελής κώνωψ, ανωφελής στα λευκορωσίας, бязмэтны στα ελληνικά
ανωφελής στα λευκορωσίας