lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασανίζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
βασανίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
мучыць, рваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας βασανίζω, βασανίζω στα λευκορωσίας, мучыць στα ελληνικά
βασανίζω στα λευκορωσίας