lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δελεάζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
δελεάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
ашукваць, зводзіць, падманваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας δελεάζω, δελεάζω συνώνυμο, δελεάζω συνώνυμα, δελεάζω αγγλικά, δελεάζω translate, δελεάζω στα λευκορωσίας, ашукваць στα ελληνικά
δελεάζω στα λευκορωσίας