lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ερημίτης στα λευκορωσίας

Λέξη:
ερημίτης (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
адзінотнік, пустэльнік
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ερημίτης, πέτρος ερημίτης, μάκησ ερημίτησ, ερημίτησ παξοί, ερημίτης ταρώ, ερημίτης μοναχός ιωσήφ, ερημίτης στα λευκορωσίας, адзінотнік στα ελληνικά
ερημίτης στα λευκορωσίας