lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κουνώ στα λευκορωσίας

Λέξη:
κουνώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (6):
махаць, павяваць, бразгаць, трэсці, узварушваць, узрушваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας κουνώ, κουνώ στα λευκορωσίας, махаць στα ελληνικά
κουνώ στα λευκορωσίας