lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νόμιμος στα λευκορωσίας

Λέξη:
νόμιμος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (7):
легальны, законны, невінаваты, правы, дакладны, правільны, слушны
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας νόμιμος, νόμιμος τόκος υπερημερίας 2013, νόμιμος τόκος υπερημερίας, νόμιμος τόκος, νόμιμος πληθυσμός, νόμιμος μισθός, νόμιμος στα λευκορωσίας, легальны στα ελληνικά
νόμιμος στα λευκορωσίας