lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πιστοποιητικό στα λευκορωσίας

Λέξη:
πιστοποιητικό (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
атэстат, доказ, пасведчанне
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας πιστοποιητικό, πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας, πιστοποιητικό υγείας εργαζομένων σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, πιστοποιητικό υγείας, πιστοποιητικό πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, πιστοποιητικό στα λευκορωσίας, атэстат στα ελληνικά
πιστοποιητικό στα λευκορωσίας