lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ψεκάζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
ψεκάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
распыльваць, распыляць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ψεκάζω, ψεκάζω στα λευκορωσίας, распыльваць στα ελληνικά
ψεκάζω στα λευκορωσίας