ανθρωπιστικός στα αγγλικά ανθρωπιστικός στα τσεχική ανθρωπιστικός στα γερμανικά ανθρωπιστικός στα δανική ανθρωπιστικός στα ισπανικά ανθρωπιστικός στα γαλλικά ανθρωπιστικός στα ιταλικά ανθρωπιστικός στα νορβηγικά ανθρωπιστικός στα ρωσικά ανθρωπιστικός στα σουηδικά ανθρωπιστικός στα φινλανδικά ανθρωπιστικός στα ουγγρική ανθρωπιστικός στα πορτογαλικά ανθρωπιστικός στα σλοβακική ανθρωπιστικός στα πολωνική ανθρωπιστικός στα λευκορωσίας ανθρωπιστικός στα ουκρανικά ανθρωπιστικός στα βουλγαρικά
αντικείμενο στα φινλανδικά διαιτητεύω στα ουκρανικά βερνικώνω στα ουγγρική ιδρύω στα ρωσικά χυμός στα ουγγρική