lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: λογιστική

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accountancy, accounting, book-keeping, bookkeeping
λογιστική
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
účetnictví
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
buchführung, buchhaltung, rechnungsführung, rechnungswesen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bogholderi, regnskabsføring, revision
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contabilidad, teneduría
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
comptabilité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contabilità, ragioneria
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bokføring, bokholderi, regnskap
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бухгалтерия, бухучет, счетоводство
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bokföring
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
llogari
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
счетоводство
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
бухгалтэрыя
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
raamatupidamine
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirjanpito, tilinpito
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
könyvelés, számvitel
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
apskaita
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contabilidade
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
účtovníctvo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розрахований-будинок
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
buchalteria, księgowość, rachunkowość

Σχετικές λέξεις

λογιστική παλινδρόμηση, λογιστική τει πάτρας, λογιστική τει πειραιά, λογιστική εταιρειών, λογιστική και χρηματοοικονομική, λογιστική prosvasis, λογιστική κόστους, λογιστική ισότητα, λογιστική εγγραφή αποσβέσεων, λογιστική εγγραφή πώλησης παγίου