lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: λογοκρισία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
censorship
λογοκρισία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
cenzura
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zensur
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
censur
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
censura
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
autocensure, censure
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
censura
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sensur
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
цензура
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
censur
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
цензура
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
цэнзура
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tsensuur
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
cenzúra, cenzúrázás
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
cenzūra
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
censura
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
cenzură
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
цензура
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
cenzura

Σχετικές λέξεις

λογοκρισία στο διαδίκτυο, λογοκρισία στην τέχνη, λογοκρισία ορισμός, λογοκρισία στο internet, λογοκρισία συνώνυμο, λογοκρισία και αντιστάσεις στα κείμενα των παιδικών μας χρόνων, λογοκρισία στα χρόνια της χούντας, λογοκρισία χούντα, λογοκρισία στην τηλεόραση, λογοκρισία στην ελλάδα