lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μάτι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ace, asterisk, blackjack, eye, eyelet, ladder, mesh, optic, optical, stitch, stone
μάτι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
díra, oko, otvor, očko
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auge, knospe, laufmasche, masche, nadelstich, stich, öse
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
maske, sting, øje
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alrededor, malla, ojito, ojo, puntada, punto
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
calot, maille, maillon, mirettes, remaille, yeux, écusson, śil, śillet
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
maglia, occhio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
maska, maske, stygs, øgla, øye
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
глаз, глазок
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
maska, stygn, öga, ögla
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sy
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
око
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
ачко, вока
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
piste, silm
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
silmu, silmä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oko
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
félszem, szem, szemecske
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
akis, dygsnis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
olho, ponto
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
ochi
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
oko
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
oko
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ас, вічко, зернятко, кісточка, око, очко, туз, шов
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
oczko, oko

Σχετικές λέξεις

μάτι μάτι, μάτι της τίγρης, μάτι αττικής, μάτι κουζίνας, μάτι μακραμέ, μάτι της τίγρης ιδιότητες, μάτι τίγρης, μάτι της θάλασσας, μάτι του ώρου, μάτι γερακιού