lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μέλος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
artery, commoner, element, extremity, fellow, freeman, honorary, limb, link, member, module, penis
μέλος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
element, extrémnost, konec, končetina, krajnost, penis, prvek, příslušník, složka, společník, úd, člen, členský, článek, živel
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angehörige, element, extremität, glied, mitglied, penis, stufe
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
element, lem, medlem, penis
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
elemento, extremidad, miembro, pene, socio
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
académicien, associé, commissaire, congressiste, extrémité, frondeur, ligueur, maillon, membre, phalange, pénis, récipiendaire, segment, sociétaire, suppôt, symphoniste, élément, équipier
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arto, componente, elemento, iscritto, maglia, membro, pene, socio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ledd, lem, medlem, medlemm
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
звено, конечность, оконечность, член
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ledamot, lem, medlem
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
element, pjesëtar
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
член
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
канечнасць, сябра, член
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
peenis
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aines, alkio, alkuaine, jäsen, kalu, raaja
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
penis, član
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
tag, végtag
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
varpa
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
componente, elemento, meio, membro, pene, sócio
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
конечність, край, кінцівка, учасник, член
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
człon, członek, kończyna

Σχετικές λέξεις

μέλος δεπ, μέλος στο opap.gr, μέλος ετυμολογια, μέλος φάντασμα, μέλος εφορευτικής επιτροπής, μέλος χρυσής αυγής, μέλοσ τησ χρυσήσ αυγήσ, μέλος τεε, μέλος συριζα, μέλος σεπ