lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μαία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
midwife
μαία
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geburtshelferin, hebamme
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
jordemoder, jordemor
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
comadrona, matrona, partera
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accoucheur, accoucheuse, matrone, sage-femme
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
levatrice
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
barnmorska, jordmor
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
акушерка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ackuschörska, barnmorska
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
акушерка
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
акушэрка
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
ämmaemand
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bába, szülésznő
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
akušerė, pribuvėja
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
matrona
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
акушерка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
akuszerka

Σχετικές λέξεις

μαία εργασία, μαία και τοκετός, μαία ζητείται, μαία στο σπίτι, μαία μυθολογία, μαία θεσσαλονίκη, μαία στο αλεξάνδρα, μαία αγγλικά, μαία στον τοκετό, μαία πέρμα