lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μαραγκός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
carpenter, joiner
μαραγκός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
stolař, tesař, truhlář
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schreiner, tischgeschirr, tischler, zimmermann
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
møbelsnekker, snekker, tømrer
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carpintero
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
charpentier, menuisier, tabletier, ébéniste
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carpentiere, falegname
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
møbelsnekker, snekker, tømmermann, tømrer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
плотник, столяр
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
snickare
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
сталяр, цясляр
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
puusepp
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirvesmies, nikkari
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stolar
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
asztalos, asztalosmester, ács
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carpinteiro
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
dulgher
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
tesár
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
будівельник, будівник, столяр, тесля, тесляр, теслі
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
cieśla, stolarz

Σχετικές λέξεις

μαραγκός εκτυπώσεις, μαραγκός γιώργος, μαραγκός κτηνίατρος, μαραγκός γεώργιος δικηγόρος, μαραγκός ωρλ, μαραγκός δημήτρης οφθαλμίατρος, μαραγκός πέτρος, μαραγκός θεσσαλονίκη, μαραγκός νίκος, μαραγκός κέρκυρα