lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μαστιγώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cane, flagellate, floe, flog, lash, scathe, scourge, slash, swish, thrash, whale, whip
μαστιγώνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bičovat, bít, mrskat, našlehat, ošlehat, potrestat, seřezat, ušlehat, zbičovat, zmrskat, šlehat, švihat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geißeln, geprügelt, gezüchtigt, hauen, peitschen, prügeln
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
piske, rise
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
azotar, castigar, flagelar, fustigar, vapular, zurriagar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
châtier, cingler, fesser, flageller, fouailler, fouetter, frotter, fustiger, rosser
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
flagellare, frullare, frustare, sbattere, sferzare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
piska, piske, pryle, rise
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бичевать, выпороть, высечь, исхлестать, отстегать, отхлестать, пороть, хлестать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
piska
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
бічаваць, вздор, пароць, распорваць, хвастаць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
piitsutama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hakata, piestä, ruoskia
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
korbácsol, ostor
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
azotar, flagelar, fustigar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
biciui
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бийте, бичувати, кит, кінь, побийте, пороти
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
biczować, chłostać, smagać, wychłostać

Σχετικές λέξεις

μαστιγώνω το δελφίνι