lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μαυρίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
singe, sunbathe, tan
μαυρίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
opalovat, opálit, připálit, sežehnout, zhnědnout
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beheizen, bräunen, heizen, sengen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fyre, sole
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
broncear, chamuscar, curtir
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
basaner, bronzer, brunir, chauffer, hâler, roussir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abbronzare, abbronzarsi, abbrunire, bruciacchiare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fyre, sola, sole
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опаливать, опалять, отапливать, палить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sola
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fűteni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chamuscar, curtir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обпалювати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
opalać

Σχετικές λέξεις

μαυρίζω μέσα στη θάλασσα, δεν μαυρίζω