lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μεταρρύθμιση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reform, reformation
μεταρρύθμιση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
náprava, oprava, reforma, reformace
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reform, reformation
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
reform, reformationen
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reforma
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réformation, réforme
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riforma
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
reform
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
преобразование, реформа
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reform
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
реформа
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
рэформа
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
reformi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
reforma
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
reform
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
reformacija
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reforma
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викорінювати, викоріняти, перетворення, поліпшення, поліпшити, поліпшитися, поліпшувати, поліпшуватися, реформа, реформувати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
reforma

Σχετικές λέξεις

μεταρρύθμιση αρσένη, μεταρρύθμιση περιοδικό, μεταρρύθμιση λουθηρος, μεταρρύθμιση προσωρινής διαταγής, μεταρρύθμιση ορισμός, μεταρρύθμιση συνωνυμο, μεταρρύθμιση ή επανάσταση, μεταρρύθμιση απόφασης εγγραφής προσημείωσης, μεταρρύθμιση εοπυυ, μεταρρύθμιση και αντιμεταρρύθμιση