lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μετρητής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clock, counter, meter, numerator
μετρητής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
počitadlo, počítač, čitatel
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fahrpreisanzeiger, messer, zahlentheorie, zahler, zähler
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
strømmåler
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contador, taxímetro
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
compteur, numérateur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contatore, numeratore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
strømmåler, telleapparat
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
счётчик
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mätare, täljare
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sahat
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
számláló, óra
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contador
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
licznik

Σχετικές λέξεις

μετρητής θερμοκρασίας υπερύθρων, μετρητής κατανάλωσης, μετρητής λέξεων, μετρητής θερμίδων, μετρητής αποστάσεων, μετρητής ρεύματος, μετρητής ακτινοβολίας rf, μετρητής υγρασίας ξύλου, μετρητής ραδιενέργειας, μετρητής πίεσης ελαστικών